χαροπάλεμα

χαροπάλεμα
το, Ν [χαροπαλεύω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροπαλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαροπάλεμα — το, ατος το πάλεμα με το Χάρο, τo ψυχομαχητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • ψυχομάχημα — το, ατος η αγωνία του θανάτου, το χαροπάλεμα, το ψυχομαχητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχορράγημα — το, ατος το ψυχομάχημα, το ψυχομαχητό, η αγωνία του θανάτου, το χαροπάλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”